- αργυρίτης
- Μετάλλευμα αργύρου, ορυκτό του θειούχου αργύρου. Κρυσταλλώνεται σε κυβικούς κρυστάλλους. Λιώνει εύκολα και διαλύεται στο νιτρικό οξύ.
* * *ο (Α ἀργυρίτης,ο κ. ἀργυρῑτις, -ιτιδος, η)η άμμος ή το χώμα που περιέχουν άργυρονεοελλ.φυσικός θειούχος άργυροςαρχ.1. ως επίθ. ο χρηματικός («ἀργυρίτης ἀγών» — αγώνας στον οποίο το έπαθλο είναι χρηματικό, σε αντίθεση με τον «στεφανίτην ἀγώνα»)2. ο πλούσιος.
Dictionary of Greek. 2013.